Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στυφάδο — και στυφάτο, το, Ν βλ. στιφάδο … Dictionary of Greek
στιφάδο — και στυφάδο και στυφάτο, το, Ν είδος φαγητού από κρέας και κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. βεν. stufado < αμάρτυρο λατ. *ex tufare < τῦφος «ατμός»] … Dictionary of Greek